- διακελευόμενα
- διακελεύομαιexhortpres part mp neut nom/voc/acc plδιακελεύομαιexhortpres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διακελευομένας — διακελευομένᾱς , διακελεύομαι exhort pres part mp fem acc pl διακελευομένᾱς , διακελεύομαι exhort pres part mp fem gen sg (doric aeolic) διακελευομένᾱς , διακελεύομαι exhort pres part mp fem acc pl διακελευομένᾱς , διακελεύομαι exhort pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)